- νωτονήκτης
- (notonecta). Ετερόπτερα υδρόβια έντομα που μοιάζουν με τις κόριζες, έχουν τη συνήθεια να κολυμπούν ανάσκελα, και από εκεί προέρχεται η ονομασία τους. Το πάνω μέρος του σώματος τους είναι κυρτό και μοιάζει με βάρκα, που κινείται με τη βοήθεια των πίσω ποδιών τους. Με το λεπτό και μυτερό ράμφος τους μπορούν να καταφέρουν τσιμπήματα τόσο οδυνηρά, όσο και οι μέλισσες. Τα έντομα του γένους αυτού είναι σαρκοφάγα και τρέφονται με άλλα έντομα και μικρούς υδρόβιους οργανισμούς. Μερικές φορές δεν διστάζουν να επιτεθούν και στα ψάρια.
* * *οζωολ. ετερόπτερο έντομο που ζει σε στάσιμα νερά.[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. Notonecta < νεολατ. Notonecta < νῶτο + νήκτης (< νήχω «κολυμπώ»). Η λ. μαρτυρείται από το 1813 στον Σκαρλ. Γκίκα].
Dictionary of Greek. 2013.